περιγόνιο

περιγόνιο
το
βοτ.
1. το περιάνθιο που αποτελείται από όμοια φύλλα
2. το σύνολο τών φύλλων ή βρακτείων που περιβάλλουν τα ανθηρίδια, δηλ. τα αρσενικά αναπαραγωγικά όργανα τών βρυοφύτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perigonium < περ[ι]-* + γον- (γόνος) + κατάλ. -ium. Η λ., στον λόγιο τ. περιγόνιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουλίπα — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ζουμπούλι — Βολβόρριζη μονοκοτυλήδονη πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιδών. Η επιστημονική ονομασία της είναι υάκινθος ο ανατολικός (hayacinthus orientalis). Προέρχεται από τη Μικρά Ασία και έχει διαδοθεί σε πολλές χώρες ως καλλωπιστικό φυτό, είτε για …   Dictionary of Greek

  • ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

  • κυπριπέδιο — (Cypripedium). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ορχιδιδών (μονοκοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον 34 είδη· πολλά από αυτά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα ωραία και ιδιόμορφα άνθη τους, γνωστά ως ορχιδέες. Έχουν… …   Dictionary of Greek

  • μουσκάρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …   Dictionary of Greek

  • μούσκαρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …   Dictionary of Greek

  • περίγονο — το βοτ. το διπλό άνθος που έχει όλα τα αναπαραγωγικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perigone (βλ. λ. περιγόνιο). Η λ., στον λόγιο τ. περίγονον, μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”